φιλοκάθαρος

φιλοκάθαρος
-ον, Α
αυτός που αγαπά την καθαριότητα, φιλοκαθάριος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + καθαρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοκάθαρον — φιλοκάθαρος loving cleanliness masc/fem acc sg φιλοκάθαρος loving cleanliness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκαθάριος — ον, Α [φιλοκάθαρος] φιλοκάθαρος* …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”